-
1 κουρο-τρόφος
κουρο-τρόφος, Knaben, Jünglinge nährend, aufziehend; so heißt Ithaka Od. 9, 27 ἀγαϑὴ κουροτρόφος, eine gute Pflegerinn des jungen Volkes, die einen tüchtigen Menschenschlag zieht; ἔχϑρα Pind. frg. 228; Ἑλλάς Eur. Troad. 565; so auch Τροιζήν Rhian. 3 (XII, 58); Γῆ Ar. Thesm. 300; u. so bes. Demeter, Hesych.; Hekate, Hes. Th. 450; Artemis, D. Sic. 5, 73; Κύπρις, Soph. bei Ath. XIII, 592 a; Nicodem. 5 (VI, 318); vgl. Luc. D. meretr. 5, 1 u. Plat. com. Ath. X, 441 f. – Βριμώ, Ap. Rh. 3, 861. – Junge Kinder aufziehend, nährend, καὶ τιϑήνη Plut. qu. Rom. 57.
-
2 κουροτρόφος
κουρο-τρόφος, Knaben, Jünglinge nährend, aufziehend; so heißt Ithaka ἀγαϑὴ κουροτρόφος, eine gute Pflegerin des jungen Volkes, die einen tüchtigen Menschenschlag zieht. Junge Kinder aufziehend, nährend
См. также в других словарях:
καρποτρόφος — καρποτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον καρπό, που κάνει τον καρπό να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. θηρο τρόφος, κουρο τρόφος] … Dictionary of Greek
θηροτρόφος — θηροτρόφος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άγρια ζώα, που έχει άφθονα άγρια ζώα 2. (για πρόσ.) αυτός που τρέφει θηρία, αυτός που συντηρεί άγρια ζώα 3. το θηλ. ἡ θηροτρόφος επίθ. τής Τηθύος (Γης). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τροφος (<… … Dictionary of Greek
κοσμοτρόφος — κοσμοτρόφος, ον (ΑM) αυτός που διατρέφει τον κόσμο («κατῆρχε γῆς τῆς θαυμαστῆς, καλλίστης κοσμοτρόφου», Βί. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κουρο τρόφος] … Dictionary of Greek
λεοντοτροφία — λεοντοτροφία, ἡ (Α) η εκτροφή λιονταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεοντοτρόφος < λεοντ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κουρο τρόφος] … Dictionary of Greek
λιμιτοτρόφος — λιμιτοτρόφος, ον (Μ) προμηθευτής τών στρατευμάτων τών συνόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμιτον + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κουρο τρόφος] … Dictionary of Greek