-
1 κουρεία
-
2 κουρεῖα
См. также в других словарях:
κουρεῖα — κουρεῖον barber s shop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕРСЕФОНА — • Περσεφόνη, Περσεφόνεια, Περσέφασσα, Φερσέφασσα, Κόρη, Proserpina, дочь Зевса и Деметры (Ноm. Il. 14, 326. Ноm. Od. 11, 217), почтенная супруга Аида, грозная повелительница теней, владычествующая над душами мертвых (Ноm. Od. 11, 213… … Реальный словарь классических древностей
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
Πυραϊκός — Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος των ελληνιστικών χρόνων, που ζωγράφιζε κυρίως κουρεία και γαϊδάρους. Αναφέρεται και με το όνομα Πυρεϊκός και Πειραϊκός. Τον ονόμαζαν χλευαστικά ρυπαρογράφο αντί ρωπογράφο … Dictionary of Greek