Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κουρατορία

См. также в других словарях:

  • κουρατορία — και κουρατωρία, ἡ (ΑM κουρατορία, Α και κουρατορεία) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) το αξίωμα τού κουράτορος, τού επιμελητή και επόπτη, ιδίως, τών βασιλικών κτημάτων αρχ. το κτήμα που βρίσκεται υπό επιστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρατορία < κουράτωρ,… …   Dictionary of Greek

  • κουρατορίαν — κουρατορίᾱν , κουρατορία curator fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»