-
1 κουρατορίαν
κουρατορίᾱν, κουρατορίαcurator: fem acc sg (attic doric aeolic) -
2 κουράτωρ
A curator, IGRom.4.243 ([place name] Troad), etc.:— hence [full] κουρατορεύω, serve as curator, IG14.1062 (iii A. D.): [tense] aor. part.κουρατορεύσας IGRom.4.1169
([place name] Attalia), 1638 ([place name] Philadelphia); κεκουρατορευκώς ib.1640 (ibid.): [full] κουρατορία, ἡ, office of curator, PGiss. 104.3 (iv A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουράτωρ
См. также в других словарях:
κουρατορία — και κουρατωρία, ἡ (ΑM κουρατορία, Α και κουρατορεία) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) το αξίωμα τού κουράτορος, τού επιμελητή και επόπτη, ιδίως, τών βασιλικών κτημάτων αρχ. το κτήμα που βρίσκεται υπό επιστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρατορία < κουράτωρ,… … Dictionary of Greek
κουρατορίαν — κουρατορίᾱν , κουρατορία curator fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)