-
1 κουβάρι
ballΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουβάρι
-
2 κουβαρίς
κουβαρίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `wood-louse' (Dsc. 2, 35 tit.).Derivatives: Diminut. of κόβαρος ὄνος (`id.'; cod. ἄνθρωπος, i. e. ἄνο̄ς) H. Another diminutiveformation is NGr. κουβάρι ` clew' (Kukules Λεξ. ῎Αρχ. 5, 34) with the denomin. κουβαρίζω (v. l. - ιάζω) = μηρύομαι, i. e. ` wind (together)' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the `wood-louse'. The word is unexplained.Page in Frisk: 1,934Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κουβαρίς
См. также в других словарях:
κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά … Dictionary of Greek
κουβάρι — το νήμα τυλιγμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκλαμίδα — η μικρή ποσότητα νήματος τυλιγμένη σφαιρικά, που χρησιμεύει ως βάση για το τύλιγμα άλλου νήματος, ώστε να σχηματισθεί κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. globus ή glomus (= σφαιροειδές σώμα, κουβάρι) από το glomus σχηματίστηκε στα Ελληνικά το… … Dictionary of Greek
κουβαρίς — κουβαρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε… … Dictionary of Greek
κουβαριά — η [κουβάρι] μεγάλο κουβάρι … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] … Dictionary of Greek
κουβαράκι — το υποκορ. του κουβάρι μικρό κουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
кубарь — м. волчок (детск. игр.) , кубец – то же, кубарем; скорее всего от куб, кубовина; см. Бернекер 1, 636; Преобр. I, 403; Соболевский, РФВ 70, 90; против, без веских оснований, выступил Коген (ИОРЯС 19, 2, 296). Неверно производить это слово из нов.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγαθίς — ἀγαθίς ( ίδος), η (AM) νήμα σφαιρικά τυλιγμένο, κουβάρι μσν. η σησαμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με το ἀγαθὸς] … Dictionary of Greek
ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] … Dictionary of Greek