-
1 кубинский
-
2 кубинский
επ.κουβανικός, κουβανέζικος. -
3 хабанера
-ы θ.χαμπανιέρα, λαϊκός κουβανέζικος χορός καθώς και η μουσική του.
См. также в других словарях:
κουβανέζικος — η, ο και κουβανικός, ή, ό [Κουβανέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κούβα ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek
κουβανικός — ή, ό [Κούβα] κουβανέζικος … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek