Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κουβάς

См. также в других словарях:

  • κουβάς — ο δοχείο, συνήθως μετάλλινο, για άντληση και μεταφορά ύδατος, κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kova] …   Dictionary of Greek

  • κουβάς — ο (λ. τουρκ.), αγγείο για μεταφορά ή άντληση νερού, κάδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Κάστρο, Φιντέλ — (Fidel Castro, 1927 –). Κουβανός πολιτικός, πρόεδρος της Κούβας (1959 ). Γιος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, όπου πήρε μέρος στο πολιτικό κίνημα των φοιτητών. Στη συνέχεια άσκησε για σύντομο χρονικό διάστημα το …   Dictionary of Greek

  • Αβάνα — (Habana).Πόλη (2.328.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Κούβας. Βρίσκεται στις ΒΔ ακτές του νησιού, στο στενό της Φλόριντα. Είναι η πολυανθρωπότερη πόλη της Κεντρικής Αμερικής και το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο της Κούβας (το πανεπιστήμιό… …   Dictionary of Greek

  • Γκουαντάναμο — (Guantanamo).Πόλη (269.200 κάτ. το 2002) της Κούβας στην ομώνυμη επαρχία. Διαθέτει βιομηχανίες ειδών διατροφής (ζάχαρης, σοκολάτας, καφέ). Το λιμάνι της αποτελεί κέντρο εξαγωγής ζάχαρης. Στο νότιο τμήμα του όρμου αυτού και σε μία έκταση 111,9 τ.… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτί, Χοσέ Χούλιαν — (Marti Jose Julian, Αβάνα 1853 – Ντος Ρίος 1895). Κουβανός λογοτέχνης και αγωνιστής. Από νεαρή ηλικία ο Μ. συμμετείχε στους αγώνες για την ανεξαρτησία της Κούβας. Το 1869 δημοσίευσε τα πρώτα του πολιτικά άρθρα, καθώς και ένα έμμετρο θεατρικό έργο …   Dictionary of Greek

  • Sakis Kouvas — or Athanasios Kouvas or Thanasis Kouvas (Σάκης Κουβάς, Αθανάσιος Κουβάς, Θανάσης Κουβάς), (born in 1946) is a Greek former forward footballer. He played for Vyzas F.C., [http://byzas.blogspot.com/2007/08/blog post.html] transfered to… …   Wikipedia

  • άμη — ἄμη, η (Α) 1. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι, τσάπα 2. κουβάς, σκάφη 3. εργαλείο για την αποκοπή ξερών χόρτων ή θάμνων, γκόσα, κοσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, που δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για μάζεμα, συγκέντρωση, στοίβαγμα,… …   Dictionary of Greek

  • σίτλα — ἡ, ΜΑ κάδος, κουβάς μσν. κολυμβήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. situla «κουβάς»] …   Dictionary of Greek

  • σωληνόδοντα — (tubulidentata). Τάξη ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών, που περιλαμβάνει μικρού ή μέτριου μεγέθους ζώα. Σε παλιότερες ταξινομήσεις τα θεωρούσαν σαν υπόταξη των νωδών, σήμερα όμως αποτελούν ξεχωριστή τάξη. Ένα από τα ζώα αυτά είναι ο σωληνόδους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»