-
1 κοτινοτράγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτινοτράγος
-
2 κοτινοτράγα
κοτινοτράγοςeating wild olive-berries: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
κοτινοτράγος — κοτινοτράγος, ον (Α) αυτός που τρώγει τον καρπό τού κοτίνου, τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + τράγος] … Dictionary of Greek
κοτινοτράγα — κοτινοτράγος eating wild olive berries neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)