-
1 κοσυβάτας
κοσυβάτας, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσυβάτας
-
2 κοσάλανον
A v. κοσυβάτας. [full] κόσκικοι· οἱ κατοικίδιοι ὄρνιθες, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσάλανον
См. также в других словарях:
κοσυβάτας — κοσυβάτας, ὁ (Α) θύτης, ο ιερέας που τελούσε τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοσύμβη] … Dictionary of Greek