-
1 κοσμ-ᾱγός
κοσμ-ᾱγός, ὁ, der Weltlenker, Synes. Hymn.
-
2 κοσμᾱγός
κοσμ-ᾱγός, ὁ, u. κοσμ-αγωγός, der Weltlenker
См. также в других словарях:
κοσμαγός — κοσμαγός, ὁ (ΑM) ο οδηγός τού κόσμου, ο ηγήτορας τού κόσμου («σὲ μὲν οἱ νοεροὶ μέλπουσιν, ἄναξ, σὲ δὲ κοσμαγοὶ ὀμματολαμπεῑς νόες ἀστέριοι ὑμνοῡσι», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + αγός (< ἄγω), πρβλ. ξεν αγός, ουρ αγός] … Dictionary of Greek