-
1 κοσμό-πολις
κοσμό-πολις, ὁ, Stadtordner, eine Obrigkeit bei den Lokrern, Pol. 12, 16, 6.
-
2 κοσμόπολις
κοσμό-πολις, ὁ, a magistrate among the Locrians, Plb.12.16.6 (dat. - πόλιδι), and 9 (acc. - πολιν); at Thasos, IG12(8).386,459; at Lyttus in Crete, CIG2583; at Cibyra, IGRom.4.908; at Miletus, title of the ἀρχιπρύτανις, Milet.1(7).230,231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμόπολις
-
3 κοσμόπολις
κοσμό-πολις, ὁ, Stadtordner, eine Obrigkeit bei den Lokrern -
4 κόσμος
Grammatical information: m.Meaning: `order, good behaviour, ornament' (Il.), `world-ordening, world' (Pythag. or Parm.; Kranz Phil. 93, 430ff.), `order of the state, government' (IA.); name of the highest officials in Crete (backformation from κοσμέω?, Leumann Hom. Wörter 285f.; against this Ruijgh L'élément achéen 109).Compounds: Several compp., e. g. κοσμο-ποιία `creation of the world' (Arist.), κοσμό-πολις m. name of an official of the town (hell.), prop. governing comp. = ὁ κοσμῶν πόλιν; independent is κοσμο-πολίτης `citizen of the world' (hell.; formed by the Cynics?, v. Wilamowitz Glaube 2, 275); εὔ-κοσμος `in good order' (Sol.).Derivatives: 1. Diminut. κοσμ-άριον, - ίδιον, - αρίδιον `small ornament' (late); 2. κόσμιος `well-ordered, behaving well, moral, quiet' (IA.), `regarding the world' (Plu., Arr.) with κοσμιότης `civilization' (Att.); 3. κοσμικός `worldly, earthly, of the world' (hell.); 4. κοσμωτός `changed in a world' (hell.); 5. Κοσμώ f. name of a priestess (Lycurg.); Κοσμίας, Κοσμᾶς a. o. PN. - 6. Denomin. verb κοσμέω `order, govern, adorn' (Il.); with several derivv: κοσμητός `well ordered' (η 127; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κόσμησις `order, ornamentation' and κόσμημα `id.' (Att.); κοσμήτωρ `who orders, commander' (Il.) and κοσμητήρ `id.' Epigr. ap. Aeschin. 3, 185; s. Fraenkel Nom. ag. 1, 120f.), f. κοσμήτειρα (Ephesos, Orph.; - ήτρια H.); κοσμητής `orderer, commander, who orders, adorns', also name of an official (Att.) with κοσμητεύω (- τέω) `be κοσμητής' (inscr., pap.), - τεία (pap.); κοσμητήριον `place with toilets' (Paus.), κόσμητρον `broom' (sch.); κοσμητικός `belonging to adorning' (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. grec 135).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation in - μος (Schwyzer 492, Chantraine Formation 132); in spite of several attempts not convincingly explained. Many hypotheses of diff. value: to κεδνός, Κόδρος (Schulze GGA 1896, 235 = Kl. Schr. 698, Pisani AnFilCl 5, 93f., Kranz Phil. 93, 430ff.); to Lat. censeō etc. (Froehde KZ 23, 311, Zupitza Die germ. Gutt. 109, Brugmann Distr. 19, Dumézil BSL 42 p. XVI); to Lat. corpus, Slt. kálpate `be in order' (Brugmann IF 28, 358ff.); to Lat. cinnus `mixed drink' (Walde LEW1 s. v.); to κομψός (WP. 1, 403); from *χόθμος to IE. * ghodh- `unite, be strongly connected' (Carnoy REGr. 69, 279f.).Page in Frisk: 1,929-930Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόσμος
-
5 κοσμοπολις
См. также в других словарях:
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek