-
1 κοσμητός
κοσμητός, geordnet, in Ordnung gebracht; πρασιαί Od. 7, 27.
-
2 κοσμητος
-
3 κοσμητός
κοσμητόςwell-ordered: masc nom sg -
4 κοσμητός
κοσμητός: well laid out, Od. 7.127†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοσμητός
-
5 κοσμητός
κοσμητός, geordnet, in Ordnung gebracht -
6 κοσμητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμητός
-
7 εὐ-κόσμητος
εὐ-κόσμητος, wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.
-
8 εὐ-δια-κόσμητος
εὐ-δια-κόσμητος, gut, leicht zu ordnen, Pol. 8, 36, 9.
-
9 θεο-κόσμητος
θεο-κόσμητος, von Gott geschmückt, K. S.
-
10 ἀ-περι-κόσμητος
ἀ-περι-κόσμητος, nicht ringsum geschmückt, Sp.
-
11 ἀ-κόσμητος
ἀ-κόσμητος, ungeschmückt, Xen. O. 11, 9; Luc. Pisc. 12; vom Stil, D. H.; – nicht mit dem Nöthigen versehen, Plat. Prot. 321 c; ungeordnet, Gorg. 506 e; Plat. adv. ἀκοσμήτως, Legg. VI, 781 a.
-
12 ἀ-κατα-κόσμητος
ἀ-κατα-κόσμητος, ungeordnet, Plut. def. orac. 25, neben ἄτακτος.
-
13 ἀ-δια-κόσμητος
ἀ-δια-κόσμητος, ungeordnet z. B. πόλις, D. Hal. 3, 10.
-
14 ἰκανο-κόσμητος
ἰκανο-κόσμητος, hinreichend geschmückt, K. S.
-
15 κοσμητόν
κοσμητόςwell-ordered: masc acc sgκοσμητόςwell-ordered: neut nom /voc /acc sg -
16 κοσμητούς
κοσμητόςwell-ordered: masc acc pl -
17 κοσμητών
κοσμητέωhold office of: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κοσμητήςorderer: masc gen plκοσμητόςwell-ordered: fem gen plκοσμητόςwell-ordered: masc /neut gen pl -
18 κοσμητῶν
κοσμητέωhold office of: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κοσμητήςorderer: masc gen plκοσμητόςwell-ordered: fem gen plκοσμητόςwell-ordered: masc /neut gen pl -
19 ευκοσμητος
-
20 κοσμητή
κοσμητέωhold office of: pres subj mp 2nd sgκοσμητέωhold office of: pres ind mp 2nd sgκοσμητέωhold office of: pres subj act 3rd sgκοσμητήςorderer: masc dat sg (attic epic ionic)κοσμητόςwell-ordered: fem dat sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοσμητός — κοσμητός, ή, όν (Α) [κοσμώ] καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κοσμητός — well ordered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητόν — κοσμητός well ordered masc acc sg κοσμητός well ordered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητούς — κοσμητός well ordered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοκόσμητος — ἡλιοκόσμητος, ον (Μ) φρ. «οὐρανός ἡλιοκόσμητος» ουρανός που στολίζεται από τον ήλιο, λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κοσμητος (< κοσμώ «στολίζω»), πρβλ. αδια κόσμητος, α κόσμητος] … Dictionary of Greek
χαριτοκόσμητος — ον, Μ στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐ κόσμητος] … Dictionary of Greek
χρυσιοκόσμητος — ον, Μ χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ «στολίζω»), πρβλ. εὐ κόσμητος] … Dictionary of Greek
χρυσοκόσμητος — η, ο / χρυσοκόσμητος, ον, ΝΜ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ «διακοσμώ»), πρβλ. εὐ κόσμητος] … Dictionary of Greek
θεοκόσμητος — θεοκόσμητος, ον (Μ) ο προικισμένος από τον θεό, ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κόσμητος (< κοσμώ), πρβλ. α δια κόσμητος, ευ κό σμητος] … Dictionary of Greek
στεφοκόσμητος — ον, Μ ο διακοσμημένος με στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + κόσμητος (< κοσμῶ), πρβλ. ευ κόσμητος] … Dictionary of Greek
κοσμητῶν — κοσμητέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) κοσμητής orderer masc gen pl κοσμητός well ordered fem gen pl κοσμητός well ordered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)