Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κοσμητήριον

См. также в других словарях:

  • κοσμητήριον — κοσμητήριον, τὸ (Α) [κοσμώ] θήκη αγαλμάτων που προσάγονταν στους μύστες κατά την τέλεση τών μυστηρίων …   Dictionary of Greek

  • κοσμητήριον — dressingroom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητηρίου — κοσμητήριον dressingroom neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητήρια — κοσμητήριον dressingroom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»