Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοσμητικῶν

См. также в других словарях:

  • κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • επιθετομανία — η τάση για υπερβολική χρήση κοσμητικών επιθέτων στον λόγο …   Dictionary of Greek

  • θωμασία — η βοτ. γένος κοσμητικών θάμνων ιθαγενές τής Αυστραλίας …   Dictionary of Greek

  • αιματόλιθος — Ονομασία με την οποία είναι γνωστοί στη βιομηχανία των κοσμητικών λίθων οι συμπαγείς ή λεπτοϊνώδεις χαλυβδόφαιοι και, μερικές φορές, κοκκινωποί αιματίτες. Οι αιματίτες της πρώτης μορφής προέρχονται από τις Ανατολικές Ινδίες και τις επαρχίες του… …   Dictionary of Greek

  • Κρίτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πλούσιος Αθηναίος πολίτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον δήμο Αλωπεκής και υπήρξε στενός φίλος και συνδημότης του Σωκράτη, με τον οποίο είχε την ίδια ηλικία. Στον ομώνυμο διάλογο –Κρίτων–… …   Dictionary of Greek

  • επιθετομανία — η η τάση για υπερβολική χρήση κοσμητικών επιθέτων στο λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»