-
1 косметический
-
2 косметический
космет||и́ческийприл κοσμητικός, καλλωπιστικός:\косметическийи́че-ское средство τό καλλυντικό· \косметическийи́ческий кабинет τό καλλωπιστήριο. -
3 декоративный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. διακοσμητικός•-ые искусства διακοσμητικές τέχνες•
-ые ткани διακοσμητικά υφάσματα.
|| κοσμητικός, καλλωπιστικός•-ые растения κοσμητικά φυτά.
2. σκηνογραφικός. -
4 косметический
επ.κοσμητικός, καλλωπιστικός, καλυντικός•-ая фибрика φάμπρικα καλυντικών.
εκφρ.косметический ремонт – κοσμητική ανακαίνηση (αίθουσας, οικήματος). -
5 орнаментный
επ. (δια)κοσμητικός.
См. также в других словарях:
κοσμητικός — skilled in ordering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… … Dictionary of Greek
κοσμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για διακόσμηση, διακοσμητικός. 2. (γραμμ.), «κοσμητικό επίθετο», το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητα ή την ποιότητα του ουσιαστικού. 3. το ουδ. κοσμητικό ως ουσ., σκεύασμα που συντελεί στον καλλωπισμό του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμητικά — κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc pl κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc/acc dual κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικαῖς — κοσμητικός skilled in ordering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικαί — κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικοῖς — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικοῦ — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικῆς — κοσμητικός skilled in ordering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)