Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοσμήτορας

См. также в других словарях:

  • κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτορας — ο 1. αυτός που εφορεύει για την τάξη αγώνων, τελετών κ.ά. 2. ο προϊστάμενος κάθε σχολής πανεπιστημίου για ένα έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμήτορας — κοσμήτωρ one who marshals an army masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stavros Dailakis — (en grec moderne Σταύρος Αποστόλου Δαϊλάκης), né le 7 février 1955 à Doxato (en) dans le nome de Drama,[1],[2] …   Wikipédia en Français

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτωρ — κοσμήτωρ, ορος, ὁ (Α) βλ. κοσμήτορας …   Dictionary of Greek

  • κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • κοσμητεύω — (Α) κοσμητεύω [κοσμητής] νεοελλ. είμαι κοσμήτορας αρχ. είμαι ηγήτορας, διοικώ …   Dictionary of Greek

  • κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρόνικος, Μανόλης — (Προύσα Μικράς Ασίας 1919 – Θεσσαλονίκη 1992).Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής σε γυμνάσια (1941 49)… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Βλεκ, Τζον Χάσμπρουκ — (John Hasbrouck Van Vleck, Κονέκτικατ 1898 – 1980). Αμερικανός φυσικός. Τιμήθηκε το 1977 με το βραβείο Νόμπελ φυσικής για την εργασία του σχετικά με την ηλεκτρονική δομή των μαγνητικών συστημάτων, από κοινού με τους Φίλιπ Άντερσον και σερ Νέβιλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»