-
1 κοσκινηδόν
κοσκινηδόν, nach Art eines Siebes, wie beim Sieben; οἱ σεισμοὶ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδόν Luc. Tim. 3; Epist. Saturn. 24.
-
2 κοσκινηδον
adv. словно в решетеοἱ σεισμοὴ κ. Luc. — толчки как в решете, т.е. земля дрожала, словно ее трясли в решете
-
3 κοσκινηδόν
κοσκινηδόνas in a sieve: indeclform (adverb) -
4 κοσκινηδόν
κοσκινηδόν, nach Art eines Siebes, wie beim Sieben -
5 κοσκινηδόν
κοσκῐν-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσκινηδόν
-
6 κόσκινον
Grammatical information: n.Meaning: `sieve' (Semon., Democr., Att.).Compounds: Few compp. as κοσκινο-ποιός `sievemaker' (com.), τυρο-κόσκινον kind of case-cake (Chrysipp. Tyan. ap. Ath. 14, 647 f).Derivatives: Diminut. κοσκίνιον (Chrysipp. Tyan.); κοσκίνωμα `lattice-work' (Sm., Thd.; on the nominal deriv. Chantraine Formation 187); κοσκινηδόν adv. `like a sieve' (Luc.). Denomin. verbs: 1. κοσκινεύω `sieve' (Demokr., pap.) with κοσκινευ-τής `siever', - τικόν `fee for sifting', - τήριον `place for...' (pap.); 2. κοσκινίζω `id.' (medic., Aq., Sm.) with - ίνεσις `sieving' (pap.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etymology, Pre-Greek (Chantraine Formation 203). Wrong IE. explanations: from *κόρ-σκινον, to κόρος `broom'? (Walde-P. 1, 462); to Lith. kóšiu, kóšti `sieve'; to Lat. scindō.Page in Frisk: 1,928Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόσκινον
См. также в других словарях:
κοσκινηδόν — (ΑM) επίρρ. με τον τρόπο που κοσκινίζει κάποιος («οἱ σεισμοὶ δὲ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κοσκινηδόν — as in a sieve indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek