-
1 κατακορής
κατακορής, ές,3 of colours, deep,μέλαν κατακορές Pl.Ti. 68c
, cf. Arist.Col. 795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; , cf. Epid.4.20;τὰ κ. πονηρά Id.Coac. 601
;ἐρύθημα Id.Epid.7.7
; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108.4 of harmony, complete,τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3
; - κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; - κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65.II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6;βήξ Id.Epid.7.26
; profound, ὕπνος ib.7.2.b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78.2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr. 240e, Lg. 776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [ τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh. 1406a13, cf. Demetr.Eloc. 303;κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79
;τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10
, cf. 32.2.5;ὁ Δημοσθένης.. ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3
;- εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακορής
-
2 κατάκορος
κατάκορος, ον,A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.;κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239
D.:—in Adv., of colours, deeply,κ. μέλας Gp.16.2.1
.II metaph., immoderate,κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2
. Adv. - ρως, to excess,ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh. 1408a33
; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5;κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9
, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκορος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский