Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κορῠθ-αιόλος

См. также в других словарях:

  • πανταίολος — ον, Α αυτός που ακτινοβολεί παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αἰόλος «γρήγορος, λαμπερός, αστραφτερός» (πρβλ. κορυθ αίολος, παν αίολος)] …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»