Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κορώνιον

См. также в других словарях:

  • κορώνιον — κορώνιος with crumpled horns masc/fem acc sg κορώνιος with crumpled horns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνιος — κορώνιος, ον (Α) [κορώνη] 1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κνωσό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον είδος φυτού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»