-
1 κορύμβηλος
κορύμβηλος, dasselbe, στέφος κορυμβήλοιο Nic. bei Ath. XV, 683 (v. 18).
-
2 κορύμβηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύμβηλος
-
3 κορυμβήλοιο
κορύμβηλοςmasc gen sg (epic) -
4 κόρυμβος
Grammatical information: m., pl. -α (- οι)Meaning: `uppermost point of a ship' (Ι 241), `top of a mountain' (Hdt., A.), `cluster of the ivy fruit' (Mosch., Corn., Plu.), `hairknot; = κρωβύλος' (Herakleid. Pont.).Other forms: Also κόρυμνα κόσμος τις γυναικεῖος περιτραχήλιος H.Compounds: Compp., e. g. κορυμβο-φόρος `bearing fruit' (Longos), δι-κόρυμβος `with two tops' (hell. poetry).Derivatives: κορύμβη f. `hairknot' (Asios), `hairband' (Antim.). - κορύμβιον `grape' (Dsc.); κορυμβίας (Thphr.), κορύμβηλος (Nic.), κορυμβήθρα (Ps.-Dsc.) `ivy, Hedera helix'; cf. Strömberg Theophrastea 91, Pflanzennamen 53; κορυμβίτης ( κισσός) `id.' (medic., Plin., Redard Les noms grecs en - της 73); κορυμβώδης `grape-like' (v. l. Dsc. 3, 24); κορυμβόομαι `be bound together in a hairknot' (Nic. Dam.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To κορυφή (s. v.); Persson Beitr. 2, 584 n. 1.Page in Frisk: 1,924-925Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρυμβος
См. также в других словарях:
κορύμβηλος — κορύμβηλος, ὁ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, κισσός … Dictionary of Greek
κορυμβήλοιο — κορύμβηλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek