Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κορύμβηλος

См. также в других словарях:

  • κορύμβηλος — κορύμβηλος, ὁ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, κισσός …   Dictionary of Greek

  • κορυμβήλοιο — κορύμβηλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»