Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κορύμβη

См. также в других словарях:

  • κορύμβη — κορύμβη, ἡ (Α) κόρυμβος, κότσος τής γυναικείας κόμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • κόρυμβαι — κορύμβη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • cloambă — CLOÁMBĂ, cloambe, s.f. (reg.) Creangă, ramură. – et. nec. Trimis de hai, 02.06.2004. Sursa: DEX 98  CLOÁMBĂ s. v. cracă, creangă, ramură. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  cloámbă s. f., g. d. art. cloá …   Dicționar Român

  • κορύμβαι — κορύμβᾱͅ , κορύμβη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβ' — κόρυμβα , κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl κόρυμβε , κόρυμβος uppermost point masc voc sg κόρυμβαι , κορύμβη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»