Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορυφώ

  • 1 κορυφώ

    κορύπτω
    butt with the head: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
    κορυφόω
    bring to a head: pres subj act 1st sg
    κορυφόω
    bring to a head: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > κορυφώ

  • 2 κορυφῶ

    κορύπτω
    butt with the head: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
    κορυφόω
    bring to a head: pres subj act 1st sg
    κορυφόω
    bring to a head: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > κορυφῶ

  • 3 κορυφώ

    η
    1) вершина (тж. перен.); апогей;

    κορυφώ γωνίας — вершина угла;

    φτάνω στην κορυφώ — достигать вершины;

    2) верхушка, макушка; шпиль;

    στην κορυφώ τού δέντρου — на макушке дерева;

    3) перен. верхушка;

    διάσκεψη κορυφής — совещание на самом высоком уровне;

    4) корифей;

    είμαι κορυφώ — быть корифеем;

    5) гребень (волны, горы);
    6) сливки; 7) см. κορφάδα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κορυφώ

См. также в других словарях:

  • κορυφώ — κορυφῶ, όω (ΑM) βλ. κορυφώνω …   Dictionary of Greek

  • κορυφῶ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κορυφόω bring to a head pres subj act 1st sg κορυφόω bring to a head pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Corfu — For other uses, see Corfu (disambiguation). Corfu Κέρκυρα Pontikonisi and Vlacheraina monastery seen from the hilltops of Kanoni …   Wikipedia

  • Корфу (остров) — У этого термина существуют и другие значения, см. Керкира. Корфу, Керкира Κέρκυρα …   Википедия

  • Керкира (остров) — У этого термина существуют и другие значения, см. Керкира. Керкира, Корфу Κέρκυρα Координаты …   Википедия

  • ακορύφωτος — η, ο (Α ἀκορύφωτος, ον) [κορυφῶ ( ώνω)] νεοελλ. αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του αρχ. ο αναρίθμητος …   Dictionary of Greek

  • θεοκορύφωτος — θεοκορύφωτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ψηλές κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κορυφώ] …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… …   Dictionary of Greek

  • κορύφωμα — το (Α κορύφωμα) [κορυφώ] το υψηλότερο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος, ο ανώτατος βαθμός, η αποκορύφωση («το κορύφωμα τής δόξας») …   Dictionary of Greek

  • κορύφωση — η (Α κορύφωσις) [κορυφώ] νεοελλ. το κορύφωμα, ο ανώτατος βαθμός («η κορύφωση τής διαφθοράς») αρχ. 1. εξύψωση, έξαρση 2. ολοκλήρωση, τελειοποίηση 3. (για πυραμίδα) η κορυφή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»