-
1 κορυπτιάω
-
2 κορυπτιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυπτιάω
-
3 εκορυπτίας
-
4 ἐκορυπτίας
См. также в других словарях:
ἐκορυπτίας — ἐκορυπτίᾱς , κορυπτιάω imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)