-
1 κορυδαλλή
κορυδαλλήlark: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 κορυδαλλέων
κορυδαλλήlark: fem gen pl (epic ionic) -
3 κορυδαλή
-
4 κορυδαλλής
-
5 κορυδαλλῆς
-
6 κορυδαλλαίς
-
7 κορυδαλλαῖς
-
8 κορυδαλλάς
κορυδαλλά̱ς, κορυδαλλήlark: fem acc pl -
9 κορυδός
A lark, esp. crested lark, Alauda cristata, Ar.Av. 472, al. (on the accent v. Hdn.Gr.1.143):—also [full] κόρῠδος, ὁ, Pl.Com. 266, Pl.Euthd. 291b, Arist.HA 559a2, 614a33: prov., κ. ἐν ἀμούσοις φθέγγεται, 'au royaume des aveugles les borgnes sont rois', Eust. 1072.40.—Other forms are: [full] κορυδών, ῶνος, ὁ, Arist.HA 609a7; [full] κορυδαλλή, ἡ, Epich.45; [full] κορυδαλλίς, ίδος, ἡ, πάσαισιν κορυδαλλίσιν χρὴ λόφον ἐγγενέσθαι Simon.68
, cf. Theoc.7.23; [full] κορυδαλλός, ὁ, Id.10.50, Babr.72.20; [full] κορύδαλος, Arist.HA 617b20, 633b1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυδός
См. также в других словарях:
κορυδαλλή — lark fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδαλλαῖς — κορυδαλλή lark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδαλλῆς — κορυδαλλή lark fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδαλλέων — κορυδαλλή lark fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… … Dictionary of Greek
κορυδαλλάς — κορυδαλλά̱ς , κορυδαλλή lark fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)