-
1 κορσεία
-
2 κορσεῖα
-
3 κορσεῖα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορσεῖα
-
4 κόρση
Grammatical information: f.Meaning: `temple, hair on the t.', metaph. `parapets etc.' (Il.; in Att. expressions πατάσσειν, τύπτειν, ῥαπίζειν ἐπὶ κόρρης; where prose has κρόταφος).Compounds: Compp. πυρσόκορσος "with red temples(hair)", i. e. `with red manes' ( λέων; A. Fr. 110), ψιλο-κόρσης m. `bald-headed' (Call., Hdn.); κορσο-ειδής ( λίθος) "with the colour of the temples", i. e. `gray' (Plin.; cf. MGr. κορσίτης; Redard Les noms grecs en - της 56), Κορρί-μαχος (Thess.; Kretschmer Glotta 2, 350).Etymology: Prob. as subst. adj. "shaven place" to κορσός *`shaven' (after H. = κορμός), with σ-ο-suffix to κείρειν; cf. esp. κορσοῦν κείρειν H., ἀ-κερσε-κόμης and κουρά (s. v.). This interpretation goes back to antiquity, e. g. Poll. 2, 32: καὶ κόρσας τινες ἐκάλεσαν τὰς τρίχας διὰ τὸ κείρεσθαι; it was in recent times defended by Wackernagel KZ 29, 128 and Schwyzer 285. Only `hair' is not the original meaning, but a poetic metaphor; we have to start from `haircut (a the side of the head)', s. Frisk GHÅ 57: 4, 14ff. with many parallels. - Not (s. Bq) to κέρας. To be rejected also J. Schmidt Pluralbild. 374 ; Forbes Glotta 36, 258ff. (to κρόταφος). Cf. K. Forbes, Glotta 36 (1958) 191-205.Page in Frisk: 1,923Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρση
См. также в других словарях:
κορσεῖα — temples neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορσεία — Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ.… … Dictionary of Greek
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek