-
1 κοροϊδεύω
[короидэво] р. насмехаться, издеваться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοροϊδεύω
-
2 высмеивать
-
3 издаваться
-
4 смеяться
смеятьсянесов в разн. знач. γελῶ, γελάω:громко \смеяться καγχάζω, γελῶ δυνατά· \смеяться исподтишка κρυφογελῶ· \смеяться до упаду λύνομαι στά γέλια, ξεκαρδίζομαι στά γέλια· \смеяться в лицо́ κοροϊδεύω κάποιον κατάμουτρα· \смеяться над кем-л., над чем-л. περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω· вы смеетесь? (вышу́тите?) ἀστειεύεσθε;· ◊ хорошо смеется тот, кто смеется последним погов. θά γελασει καλα ὀποιος γελάσει τελευταίος. -
5 засмеять
-ей, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засмеянный, βρ: -еян, -а, -оρ.σ.μ.περιγελώ, περιπαίζω, κοροϊδεύω.αρχίζω να περιγελώ, να περιπαίζω, να κοροϊδεύω. -
6 шутить
шучу, шутишьρ.δ.1. αστειεύομαι, αστείζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω•он любить шутить αυτός αγαπά να κάνει αστεία•
шутить с детьми κάνω αστεία με τα παιδιά•
вы -ите или это серьёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά;•
не верь ему, он всё -ит μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται.
2. κοροίδεύω, εμπαίζω, περιγελώ• χλευάζω.3. παραμελώ• αδιαφορώ•περιφρονώ• το παίρνω στ αστεία.εκφρ.шутки или шутку шутить – βλ. шутить•шутить с огнём – κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίνδυνες συνέπειες)•чем чёрт не -ит! – ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει•чем чёрт не -ит, я выиграю – ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω•шутить над кем – κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον. -
7 высмеивать
высмеиватьнесов, высмеять сов ἐμπαίζω, περιπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ. -
8 вышутить
вышутитьсов, вышучивать несов κοροϊδεύω, γελοιοποιώ, περιγελώ, ἐκμπαίζω κάποιον. -
9 глаз
глазм τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. -
10 глумиться
глум||и́тьсянесов χλευάζω, κοροϊδεύω, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ. -
11 дурачить
дурачитьнесов разг κοροϊδεύω, ἐξα· Γῶ. -
12 зубоскалить
зубоскал||итьнесов разг κοροϊδεύω, χλευάζω. -
13 издевательскийться
издевательский||тьсянесов ἐμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω, περιπαίζω. -
14 калоши
кало́ш||имн. (ед. калоша ж) οἱ γα-λοτσες, τά λάστιχα· ◊ сесть в \калошиу разг κάνω γκάφα, τήν παθαίνω· посадить в \калошиу разг βάζω σέ δύσκολη θέση, κοροϊδεύω κάποιον. -
15 морочить
морочитьнесов разг κοροϊδεύω:\морочить голову кому́-л. σκοτίζω τό κεφάλι κάποιου. -
16 над
надпредлог с твор. п.1. (поверх) (έ)πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ἀποπάνω:лампа над столом ἡ λάμπα εἶναι ἐπάνω ἀπό τό τραπέζι· над моей головой πάνω ἀπό τό κεφάλι μου·2. перен (со словами, означающими:иметь власть, господствовать) ἐπί, ἐπάνω σέ.· вы имеете над ним большую власть ἐχετε μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω του·3. (в остальных случаях передается винительным падежом):работать над чертежом δουλεύω τό σχέδιο· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου (или σπαζοκεφαλιάζω) νά λύσω Ενα ζήτημα· смеяться над кем-л. (над чем-л.) εἰρωνεύομαι, κοροϊδεύω κάποιον (κάτι)· сжалиться над кем-л. λυπάμαι κάποιον. -
17 надсмеяться
надсмеятьсясов κοροϊδεύω, είρωνεύο-μαι, περιγελώ. -
18 надувать
надуватьнесов1. (ἐμ)φυσῶ, φουσκώνω (μετ.)·2. (обманывать) разг ἐξαπατώ, κοροϊδεύω. -
19 насмехаться
насмехатьсянесов κοροϊδεύω, περιγελώ, περιπαίζω, ἐμπαίζω. -
20 нос
носм1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.
См. также в других словарях:
κοροϊδεύω — κοροϊδεύω, κορόιδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοροϊδεύω — [κορόιδο] 1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, περιγελώ («όλοι τόν κοροϊδεύουν για τα καμώματά του») 2. εξαπατώ, ξεγελώ («τόν κορόιδεψε στο ζύγι») … Dictionary of Greek
κοροϊδεύω — κορόιδεψα, κοροϊδεύτηκα, κοροϊδεμένος 1. εμπαίζω, χλευάζω. 2. εξαπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κογιονάρω — κοροϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cogionar] … Dictionary of Greek
επισκώπτω — ἐπισκώπτω (Α) 1. κοροϊδεύω, περιγελώ 2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek
κηκάζω — (Α) κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh… … Dictionary of Greek
κορόιδεμα — το [κοροϊδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κοροϊδεύω, η κοροϊδία … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
ακορόιδευτος — η, ο [κοροϊδεύω] εκείνος τον οποίο δεν έχουν περιγελάσει οι άλλοι ή δεν μπορούν να τόν περιγελάσουν … Dictionary of Greek
αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα … Dictionary of Greek
γεφυρίζω — (Α) [γέφυρα] (γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα τού Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην… … Dictionary of Greek