Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κορκ

См. также в других словарях:

  • Κορκ — (αγγλ. Cork, ιρλανδ. Corcaigh). Πόλη (123.338 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, στο νότιο τμήμα της χώρας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (7.457 τ. χλμ., 448.181 κάτ.). Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Λι, μέσα στον βαθύ… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • Ζερβός, Γιώργος — (Αθήνα 1916 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Η ταινία του Η Λίμνη των πόθων (1958) κέρδισε το αργυρό βραβείο στο φεστιβάλ του Κορκ (Ιρλανδία). Στη φιλμογραφία του περιλαμβάνονται οι εξαίρετες ταινίες Ματωμένα Χριστούγεννα (1951) και Τα τέσσερα… …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… …   Dictionary of Greek

  • Λίμερικ — (ιρλανδ. Luimneach, αγγλ. Limerick). Πόλη (54.058 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.686 τ. χλμ., 175.529 κάτ.). Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σάνον, στην αρχή του μακρού… …   Dictionary of Greek

  • Μπουλ, Τζορτζ — (George Boole, Λίνκολν 1815 – Κορκ 1864). Άγγλος μαθηματικός, πρωτοπόρος της μαθηματικής λογικής. Το όνομα του Μ, συγγραφέα σπουδαίων έργων για τις διαφορικές εξισώσεις και τον λογισμό των «πεπερασμένων διαφορών», συνδέεται προπάντων με το μέγα… …   Dictionary of Greek

  • Σόμερβιλ, Εντίθ Όενον — (Somerville). Ιρλανδή συγγραφέας (Κέρκυρα 1861 Καστελτάουνσεντ, Κορκ 1949). Έγραψε, σε συνεργασία με την εξαδέλφη της Μαρτίν Ρος (1862 1915) διάφορα διηγήματα στα οποία παρουσιάζει με κατανόηση και αγάπη την ιρλανδική ζωή. Απ’ αυτά τα… …   Dictionary of Greek

  • Σπένσερ, Έντμουντ — (Spenser). Άγγλος ποιητής (Ηστ Σμίθφηλντ, Λονδίνο; 1552 περίπου – Λονδίνο 1599), ο μεγαλύτερος λυρικός της ελισαβεηανής εποχής. Στο Καίμπριτζ συνδέθηκε φιλικά με τον Γκάμπριελ Χάρβεϊ, ο οποίος κατόπιν τον παρουσίασε στο Σίντνεϊ. Ο τελευταίος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»