-
1 κροκοδιλοειδής
κροκο-δῑλοειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκοδιλοειδής
-
2 κροκοδιλοτάφιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκοδιλοτάφιον
-
3 κρόκη 2
κρόκη 2Grammatical information: f.Meaning: `rounded gravel-stone on the seashore' (Arist., Lyc.); earlier attested κροκάλαι pl. (E. IA 210 [lyr.], AP, Agath.); unclear κροκάλην acc. sg. (AP 7, 294; adj.?).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Since Curtius 144 connected with Skt. śárkarā f. `grit, gravel', which may agree in suffix with κροκάλη. Pok. 625 considers transposition from *κορκ- (= Skt. śark-) after κρόκη `woof-thread'. - Not better Charpentier ZDMG 73, 149f.: to Skt. kŕ̥śanam n. `pearle' (cf. Mayrhofer KEWA s. v.). - Cf. κροκόδιλος and σάκχαρ.Page in Frisk: 2,22Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρόκη 2
-
4 κροκόδῑλος
κροκόδῑλοςGrammatical information: m.Meaning: `lizard, crocodile' (Hdt., Arist.)Compounds: As 1. member a. o. in κροκοδιλο-τάφιον `burial place for crocodiles' (pap.).Derivatives: κροκοδιλίτης m. ( λόγος, Chrysipp.; Redard Les noms grecs en - της 113) = Lat. crocodilina ambiguitas (Quint.) "crocodile conclusion', a false conclusion; κροκοδίλεον (Dsc., Gal.), - διλιάς (Gal., Alex. Trall.) `Eryngium maritimum, sea-holly'; - διλέα `excrements of the κροκ. χερσαῖος', used as eye-salve (Plin.). Acc. to Hdt. 2, 69 properly Ionic name of a lizard, then transferred to the crocodile and the alligator.Origin: ??Etymology: Perh as popular word prop. "Kieswurm", from κρόκη `gravel' and δρῖλος `worm' with dissimilation. Extensively Diels and Brugmann IF 15, 1ff., also Solmsen BphW 1906, 758f.; there also on the itacistic writing - ει- and other variants. - After Grumach OLZ 1931, 1012 however Pre-Greek (rejected by Kretschmer Glotta 22, 261).Page in Frisk: 2,22-23Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κροκόδῑλος
См. также в других словарях:
Κορκ — (αγγλ. Cork, ιρλανδ. Corcaigh). Πόλη (123.338 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, στο νότιο τμήμα της χώρας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (7.457 τ. χλμ., 448.181 κάτ.). Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Λι, μέσα στον βαθύ… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Γιώργος — (Αθήνα 1916 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Η ταινία του Η Λίμνη των πόθων (1958) κέρδισε το αργυρό βραβείο στο φεστιβάλ του Κορκ (Ιρλανδία). Στη φιλμογραφία του περιλαμβάνονται οι εξαίρετες ταινίες Ματωμένα Χριστούγεννα (1951) και Τα τέσσερα… … Dictionary of Greek
Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… … Dictionary of Greek
Λίμερικ — (ιρλανδ. Luimneach, αγγλ. Limerick). Πόλη (54.058 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.686 τ. χλμ., 175.529 κάτ.). Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σάνον, στην αρχή του μακρού… … Dictionary of Greek
Μπουλ, Τζορτζ — (George Boole, Λίνκολν 1815 – Κορκ 1864). Άγγλος μαθηματικός, πρωτοπόρος της μαθηματικής λογικής. Το όνομα του Μ, συγγραφέα σπουδαίων έργων για τις διαφορικές εξισώσεις και τον λογισμό των «πεπερασμένων διαφορών», συνδέεται προπάντων με το μέγα… … Dictionary of Greek
Σόμερβιλ, Εντίθ Όενον — (Somerville). Ιρλανδή συγγραφέας (Κέρκυρα 1861 Καστελτάουνσεντ, Κορκ 1949). Έγραψε, σε συνεργασία με την εξαδέλφη της Μαρτίν Ρος (1862 1915) διάφορα διηγήματα στα οποία παρουσιάζει με κατανόηση και αγάπη την ιρλανδική ζωή. Απ’ αυτά τα… … Dictionary of Greek
Σπένσερ, Έντμουντ — (Spenser). Άγγλος ποιητής (Ηστ Σμίθφηλντ, Λονδίνο; 1552 περίπου – Λονδίνο 1599), ο μεγαλύτερος λυρικός της ελισαβεηανής εποχής. Στο Καίμπριτζ συνδέθηκε φιλικά με τον Γκάμπριελ Χάρβεϊ, ο οποίος κατόπιν τον παρουσίασε στο Σίντνεϊ. Ο τελευταίος του… … Dictionary of Greek