-
1 κορκορυγμος
ὁ Luc. = κορκορυγή См. κορκορυγη
См. также в других словарях:
κορκορυγμός — κορκορυγμός, ὁ (Α) [κορκορυγῶ] υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κορκορυγμοί — κορκορυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)