-
1 κορβανάν
-
2 κορβανᾶν
-
3 κορβανᾶν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κορβανᾶν
См. также в других словарях:
κορβανᾶν — κορβανᾶ̱ν , κορβᾶν qorban masc gen pl (doric aeolic) κορβᾶν qorban masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορβανάς — ο (Α κορβανᾱς) νεοελλ. ταμείο, θησαυροφυλάκιο αρχ. ιερό ταμείο, ιδίως τού ναού στην Ιερουσαλήμ («οὐκ ἔξεστι βαλεῑν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾱν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»] … Dictionary of Greek