Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κοραλλιογενείς

См. также в других словарях:

  • κοραλλιογενείς νήσοι — Βλ. λ. κοραλλιογενείς ύφαλοι …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογενείς ύφαλοι — Οικοσυστήματα που σχηματίζονται από κοράλλια –κυρίως της υφομοταξίας των σκληρακτινίων– που ζουν συμβιωτικά με μονοκύτταρα φύκη (ζωοξανθέλες) και αποτελούν κύρια πηγή πρωτογενούς παραγωγής. Συναντώνται στα ζεστά, διαυγή και ρηχά νερά των τροπικών …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογενής — ές αυτός που έχει σχηματιστεί και αποτελείται από κοράλλια (α. «κοραλλιογενείς σχηματισμοί» γεωλογικοί σχηματισμοί που δημιουργούνται από τον ασβεστολιθικό σκελετό κνιδοζώων β. «κοραλλιογενείς ύφαλοι» υποθαλάσσιοι σχηματισμοί που δημιουργούνται… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • ατόλες — Νησιά με μορφή δακτυλίου που περικλείουν μια λιμνοθάλασσα, της οποίας η διάμετρος μπορεί να φτάσει τα 60 70 μ. Μεταξύ των σχηματισμών της γήινης επιφάνειας, που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής δράσης των κοραλλιών ή ανθοζώων, οι α. είναι οι πιο …   Dictionary of Greek

  • Γουόλις και Φουτούνα — Επίσημη ονομασία: Γουόλις και Φουτούνα (Wallis and Futuna) Έκταση: 274 τ. χλμ. Πληθυσμό 15.020 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μάτα Ούτου (Mata Utu, 1.500 κάτ. το 2002)Διπλό αρχιπέλαγος στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό που αποτελεί υπερπόντιο διοικητικό… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνες — (Caroline Islands). Αρχιπέλαγος (1.165 τ. χλμ.) του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού, στη Μικρονησία, που περιλαμβάνεται μεταξύ 3° και 5° βόρειου πλάτους και 131° και 162° ανατολικού μήκους. Αποτελείται από τις κορυφές της υφαλοκρηπίδας που εκτείνεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»