-
1 κορίσκιον
-
2 κορίσκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορίσκη
-
3 κορίσκη
См. также в других словарях:
κορίσκιον — κορίσκιον, τὸ (Α) κοριτσάκι, κοράσιο, κοπελίτσα («παιδίσκη, κόριον, κόρη, κορίσκιον», Πολύδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κορ ίσκη (υποκορ. τού κόρη) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek