-
1 κοράκινος
A like a raven, raven-black, AB104, Vitr.8.3.14; κ. σφραγίς, remedy for sore throat, Gal.13.826.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοράκινος
-
2 κορακῖνος
κορακ-ῖνος, ὁ,2 = κορακίας, Hsch.II a fish, Epich.44, Ar.Lys. 560, Philyll.13.3, Alex.18, Numen. ap. Ath.7.308e, Arist.HA 610b5; found in the Nile, Str.17.2.4, J.BJ3.10.8, PFay.116.4 (ii A. D.); so called from its black colour, Opp.H.1.133; acc. to Ath.7.309a διὰ τὸ τὰς κόρας κινεῖν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορακῖνος
-
3 πελεκάν
πελεκάν, - ᾶνοςGrammatical information: m.Meaning: `pelican' (Anaxandr. Com., Arist.).Other forms: Cf. πελεκανός `fulica' Gloss.Derivatives: πελεκᾶς, - ᾶντος m. `green woodpecker' (Ar. Av.); πελεκῖνος m. `pelican' (Ar. Av., Dionys. Av.); more usu. as name of several plants, "axeweed", esp. `Securigera Coronilla' (Hp., Thphr., Dsc.) and architectural technical expression `dovetail' (Ph. Bel., Hero Bel.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fron πέλεκυς because of the functional resp. outward similarity of the beak, the fruit (Strömberg Pfl.namen 56) etc. with an axe. On the formation: πελεκ-ῖνος like κορακ-ῖνος, σταφυλ-ῖνος, ἀτταγ-ῖνος a.o.; πελεκᾶς as ἀλλᾶς, - ᾶντος (cf. s.v. and Schwyzer 528), so from *πελεκᾰ-Ϝεντ- (Björck Alpha impurum 271; but the formation will not be IE)? Rather with Kretschmer Glotta 14, 101 connected with πελεκάω like e.g. Φείδας: φείδομαι. With πελεκάν cf. esp. the peoples names in - άν ( Άκαρνάν a.o.); on the not-Ion.-Att. form Björck 62 a. 288. - Furnée 320 sompares σπέλεκτος πελεκάν H.Page in Frisk: 2,496-497Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πελεκάν
См. также в других словарях:
φοξίνος — ο / φοξῑνος, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μικρόσωμων ψαριών τού γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια κυπρινίδες και είναι, σήμερα, γνωστό και με την κοινή ονομασία τσίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» +… … Dictionary of Greek
σαργίνος — ὁ, Α είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαρδ ῖνος)] … Dictionary of Greek
σαρδίνος — ὁ, Α η σαρδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάρδα με επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαργ ῖνος), βλ. και λ. σάρδα] … Dictionary of Greek
πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… … Dictionary of Greek
σταφυλίνος — ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες αρχ. 1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ. β. «σταφυλῑνος… … Dictionary of Greek
τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… … Dictionary of Greek
μυξίνος — μυξῑνος, ὁ (Α) είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ῖνος (πρβλ. κορακ ίνος)] … Dictionary of Greek