Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοράκ-ῐνος

См. также в других словарях:

  • φοξίνος — ο / φοξῑνος, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μικρόσωμων ψαριών τού γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια κυπρινίδες και είναι, σήμερα, γνωστό και με την κοινή ονομασία τσίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» +… …   Dictionary of Greek

  • σαργίνος — ὁ, Α είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαρδ ῖνος)] …   Dictionary of Greek

  • σαρδίνος — ὁ, Α η σαρδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάρδα με επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαργ ῖνος), βλ. και λ. σάρδα] …   Dictionary of Greek

  • πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… …   Dictionary of Greek

  • σταφυλίνος — ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες αρχ. 1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ. β. «σταφυλῑνος… …   Dictionary of Greek

  • τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… …   Dictionary of Greek

  • μυξίνος — μυξῑνος, ὁ (Α) είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ῖνος (πρβλ. κορακ ίνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»