См. также в других словарях:
ειμωνιάτης — λειμωνιάτης, ὁ (Α) φρ. «λειμωνιάτης λίθος» λίθος με πράσινο χρώμα σαν τού λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ιάτης (πρβλ. κοπ ιάτης)] … Dictionary of Greek
ειμωνιάτης — λειμωνιάτης, ὁ (Α) φρ. «λειμωνιάτης λίθος» λίθος με πράσινο χρώμα σαν τού λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ιάτης (πρβλ. κοπ ιάτης)] … Dictionary of Greek