-
1 κοπανισθή
-
2 κοπανισθῇ
См. также в других словарях:
κοπανισθῇ — κοπανίζω bray aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κοπανισθή
2 κοπανισθῇ
κοπανισθῇ — κοπανίζω bray aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)