-
1 κονύζη
-
2 κονύζῃ
См. также в других словарях:
κονύζῃ — κόνυζα Inula fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κονύζη
2 κονύζῃ
κονύζῃ — κόνυζα Inula fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)