-
1 κονσέρβα
η консервы -
2 κονσέρβα
la llauna -
3 κονσέρβα
bidon -
4 κονσέρβα
1) blaszanka (f) rzecz.2) puszka (f) rzecz. -
5 κονσέρβα
plechovka -
6 κονσέρβα
tinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κονσέρβα
-
7 κρέας
το мясо; мясное блюдо;κρέας βοδινό — говядина;
κρέας πρόβειο ( — или προβατήσιο) — баранина;
κρέας από μοσχάρι — телятина;
λευκό κρέας — белое мясо (курятина, крольчатина, телятина, мясо ягнёнка и т. п.);
κρέ βραστό — отварное мясо;
' κρέ κονσέρβα — консервированное мясо;
κονσέρβα κρέατός — мясные консервы;
κρέας τηγανητό — жареное мясо;
§ τρώγω τα κρέατα μου быть вне себя (от ярости, горя);δεν πιάνει κρέας (απάνω του) — не в коня корм;
φαίνονται τα κρέατά της — она почти голая
См. также в других словарях:
κονσέρβα — η 1. (τεχνολ. τροφ.) τρόφιμο ή άλλο προϊόν που αλλοιώνεται εύκολα, διατηρημένο σε καλή κατάσταση μέσα σε αεροστεγές δοχείο μετά από κατάλληλη επεξεργασία 2. μτφ. καθετί που διακρίνεται για την έντονη τυποποίησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conserva… … Dictionary of Greek
κονσέρβα — η (λ. ιταλ.), τροφή διατηρημένη μέσα σε κατάλληλη σκευασία: Στην εκστρατεία αυτή οι φαντάροι τρέφονταν με κονσέρβες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
κόρνμπιφ — το 1. κονσερβοποιημένο βοδινό κρέας 2. (κατ επέκτ.) η συσκευασία, η κονσέρβα που περιέχει το διατηρημένο βοδινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corn beef «διατηρημένο βοδινό κρέας σε διάλυμα αλατιού και άλλων ουσιών»] … Dictionary of Greek
μάνγκο — Κοινή ονομασία του φυτού Mangifera indica της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για αειθαλές δέντρο, μετρίων έως μεγάλων διαστάσεων, με πυκνή κόμη. Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα, δερματώδη, λογχοειδή, λίγο καμπυλωτά και… … Dictionary of Greek
σαρδελοκούτι — το, Ν μεταλλικό κουτί, κονσέρβα από σαρδέλες … Dictionary of Greek
σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… … Dictionary of Greek