-
1 κονιορτος
ὅ1) (поднятая) пыль или облако пыли(ἰδεῖν κονιορτόν Her.; κ. ὑπὸ πνεύματος φερόμενος Plat.; τραχὺν αἴρων κονιορτόν Plut.)
2) пепел(τῆς ὕλης κεκαυμένης Thuc.)
3) грязная личность Dem.
См. также в других словарях:
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
θέορτος — θέορτος, ον (Α) αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτος («θέορτος ὄλβος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι ορτός, νέ ορτος] … Dictionary of Greek
ορταλίς — ὀρταλίς, η (Α) 1. νεογνό πτηνού, νεοσσός 2. κατοικίδιο πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ αλίς, με επίθημα αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ὀρτός (πρβλ. θέ ορτος, κονί ορτος) τού ρ. ὄρνυμι* «σηκώνω, εγείρω» και… … Dictionary of Greek