-
1 κόνδυλοι
κόνδυλοςknuckle: masc nom /voc pl -
2 βύτανα
-
3 Τελαμώνιοι
Τελαμώνιοι κόνδυλοι· μεγάλοι, χαλεποί, Hsch.: cf.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τελαμώνιοι
-
4 βουτάνη
Grammatical information: f.Meaning: (A) μέρος τι τῆς μακρᾶς νεώς; (2) η μάστιξ, η (3) τάνυσις τῆς βοείας. (4) μέρος δε τῆς νεώς, πρὸς ο τὸ πηδάλιον δεσμεύεται. (5) δηλοῖ δε καὶ μάχην. (6) ἀηδίαν. Cf. (B) βουστάνη βοοστασία, ἡ τῶν βοῶν στάσις. (2) η μάστιξ, (3) καὶ πληγή.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A1 - A4 (the last later added) is unknown. A2 = B2 with τ\/στ, which is typical for Pre-Gr. (Fur. 304f).- A3 seems a cheap etymology\/interpretation from antiquity. For A5 Fur. compares βύτανα κόνδυλοι H. For A6 Fur. suggests a lost gloss βούταλις (Aisop. 85) ἀηδών. - B1 = A3?; also an ancient etymology. B3 is unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουτάνη
-
5 βύτανα
Grammatical information: n.pl.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation in - ανον (Chantr. Form. 197ff., Schwyzer 489f.). Connected with βυτθόν πλῆθος H. and βύττος γυναικὸς αἰδοῖον H., for which I see no reason (except the superficial formal resemblance). - The variant with βρ- points to a Pre-Greek word; more examples Fur. 330.Page in Frisk: 1,278Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βύτανα
См. также в других словарях:
κόνδυλοι — κόνδυλος knuckle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONDYLUS — apud Martialem, l. 5. Epigr. 80. v. 29. Sed, quod non grave sit, nec inficetum, Parvi tibia Condyli sonabit: Graece Κόνδυλος, pars est digiti eminens, in commissura pugni; quamvis alii nomen proprium Tibicinis hîc vocem esse volunt. Nempe… … Hofmann J. Lexicon universale
NODI Crinium — globique in vicem implexi et calamistrô intorti, Graecis Grammaticis πλόκαμοι dictisunt, et βόσρυχοι. Hesychius, Πλόκαμοι κόνδυλοι τριχῶν πεπλεγμένοι, quidquid enim in nodum extuberat, κόνδυλον Graeci vocabant; unde in digitis κόνδυλοι partes,… … Hofmann J. Lexicon universale
κολοκάσια — (Colocasia). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που ευδοκιμεί σε ελώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Ασίας. Πρόκειται για κονδυλώδεις, φυλλοβόλες ή αειθαλείς, πολυετείς πόες, ύψους 80 90 εκ., με μεγάλα αντίθετα… … Dictionary of Greek
πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
CIRRI — apud Iuvenal. Sat. 13. v. 165. Caerula quis stupuit Germani lumina, flavam Caesariem, et madidô torquentem cornua cirrô? Et Tertullian. de Virgin. vel. Debebunt et ipsi aliqua insignia sibi defendere, aut pennas Garamantum, aut stropulos… … Hofmann J. Lexicon universale
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale
βυτίνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 885 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Βυτίνας. Βρίσκεται σε ορεινή κοιλάδα του βόρειου Μαινάλου, σε γραφική θέση, με ξηρό και εξαιρετικά υγιεινό κλίμα. Διαθέτει λαϊκή… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
μετακόνδυλοι — μετακόνδυλοι, οι (Α) 1. οι τελευταίες φάλαγγες τών δακτύλων μαζί με τις αρθρώσεις τους, τους αρμούς, τα κότσια («τὰ ὀστᾱ τῶν δακτύλων σκυταλίδες καὶ φάλαγγες τὰ δὲ πρῶτα ἄρθρα προκόνδυλοι τὰ δὲ ἑξῆς κόνδυλοι τὰ δὲ τελευταῑα μετακόνδυλοι», Ρούφ.)… … Dictionary of Greek