-
1 κόνδος
-
2 κονδός
-
3 κόνδυλος
κόνδυλος, ὁ (vgl. κόνδος, 1) das Knochengelenk; bes. τὸ τοῦ δακτύλου καμπτικόν, Arist. H. A. 1, 15, τὸ προὖχον κατὰ τὰς συμβολὰς τοῠ δακτύλου, der mittlere Gelenkknochen der Finger; dah. die zusammengeballte Faust, an der die Gelenkknochen hervorstehen, u. der Schlagmitgeballter Faust, der Stoß ins Gesicht, der Puff, die Ohrfeige; εἰ κονδύλοις νουϑετήσεϑ' ἡμᾶς, mit Faustschlägen zurechtweisen, Ar. Vesp. 254; ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου 1503, nach dem Takt mit der Faust; ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόῤῥης (τυφϑῇ) Dem. 21, 72; ἐνέτριψε κόνδυλον Plut. Alc. 8; Luc. Prom. 10 u. öfter, wie a. Sp.; λόγον ἔχων τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. Cat. min. 1. – 2) jede Hervorragung, Geschwulst, Medic.; bes. Verhärtung, Verknöcherung. – 3) Längenmaaß, = 2 δάκτυλοι, Mathem. c
-
4 कन्द
kanda
a bulbous orᅠ tuberous root, a bulb MBh. BhP. Suṡr. etc.;
the bulbous root of Amorphophallus Campanulatus L. ;
garlic L. ;
a lump, swelling, knot Suṡr. I, 258, 9 ;
+ cf. Gk. κόνδος, κονδύλος;
Old High Germ. hnūtr, hnūta
an affection of the female organ (considered as a fleshy excrescence, but apparently prolapsus uteri W.);
N. of a metre (of four lines of thirteen syllables each);
(in mus.) a kind of time;
(ī) f. seeᅠ māṉsa-k-
- कन्दगुडूची
- कन्दज
- कन्दद
- कन्दफला
- कन्दबहुला
- कन्दमूल
- कन्दमूलक
- कन्दरोहिणी
- कन्दलता
- कन्दवत्
- कन्दवर्धन
- कन्दवल्ली
- कन्दशाक
- कन्दशूरण
- कन्दसंज्ञ
- कन्दसंभव
- कन्दसार
- कन्दसारक
- कन्दाढ्य
- कन्दामृता
- कन्दार्ह
- कन्दालु
- कन्दाशन
- कन्देक्षु
- कन्दोत्थ
- कन्दोद्भवा
- कन्दौषध
-
5 κοντός
κοντός (A), ὁ,A pole, punting-pole, Od.9.487, Hdt.2.136, 4.195, E. Alc. 254 (lyr.), Th.2.84, Epicr.10, Diocl.Fr.142, IG12(5).647.30 ([place name] Ceos).4 goad, PCair.Zen.362r.34 (iii B. C.).------------------------------------A short, Adam.2.20, Palch.in Cat.Cod.Astr.1.95, interpol. in Hippiatr.115:—also written [full] κονδός, Sor.1.16 (interpol.), Aët.16.111 ([comp] Comp.), prob. in JRS18.30 ([comp] Sup.). Adv. [comp] Comp. κονδότερον ἐπιβαίνειν, of a horse, take shorter steps, Hippiatr.30. -
6 κόθουρος
Grammatical information: adj.Meaning: adjunct of κηφήν or the drone, `without sting' (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. - οῦ-) ἀλώπεκα H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Like κόλουρος, f. - ρις `with cut (short) tail' (of the fox etc.) from κόλος and οὑρά, thus without doubt κόθουρος to κοθώ βλάβη H., which is further unclear. In H. also κορθώ βλάβη; so κόθουρος for *κορθ-ουρος and κοθώ derived from κόθουρος? - With κορθώ cf. Skt. kr̥dhú- `shortened, mutilated, invalid' (but this would have given *κραθ-υ- in Greek). - Fur. 198 connects κοντός, κονδός, with similar meaning, s.v.See also: s. κυρσάνιος.Page in Frisk: 1,891Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόθουρος
См. также в других словарях:
κόνδος — κόνδος, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ κόνδοι (κατά τον Ησύχ.) «κεραῑαι, ἀστράγαλοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κόνδοι προήλθε, με ηχηροποίηση, από τον τ. κοντοί] … Dictionary of Greek
κονδός — ή ό(ν) (ΑM κονδός. ή, όν) βλ. κοντός … Dictionary of Greek
κονδοήλικος — κονδοήλικος, ον (Μ) κονδοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + ήλικος < ἧλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
κονδοειδής — κονδοειδής, ες (Μ) μικρός στο ανάστημα, κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
κονδοκούρευτος — κονδοκούρευτος, ον (Μ) αυτός που έχει κουρευτεί και τα μαλλιά του είναι κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κουρεύω] … Dictionary of Greek
κονδολύχνια — κονδολύχνια, ἡ και κονδολύχνιος, ὁ (Α) 1. λυχνοστάτης 2. λύχνος που στηρίζεται πάνω σε χαμηλό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + λυχνία] … Dictionary of Greek
κονδόθριξ — κονδόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. απαλό θριξ, πυκνό θριξ] … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek