-
1 κονδοκέρατος
κονδο-κέρατος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδοκέρατος
-
2 κόνδαξ
κόνδαξ, -ᾱκοςGrammatical information: m.Meaning: name of a gambling game, played with an unpointed dart (AP 5, 60 [sens. obsc.], Cod. Just. 3, 43, 1, 4)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: First from κόνδοι κεραῖαι H. (to κόνδοι ἀστράγαλοι s. κόνδυλος); this form does not stand for κοντοί with voicing of the tenuis afer nasal (as Schwyzer 210 wants; this rule is incorrect). On the ᾱκ-suffix Björck Alpha impurum 69. - Another name of the game is κονδο-μονόβολον (Cod. Just. ibd.). Also κονδοκέρατος `with short horns'. κόνδαξ will be a Pre-Greek word, as the suffix.Page in Frisk: 1,911Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόνδαξ
См. также в других словарях:
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek