Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κομήεις

См. также в других словарях:

  • κομήεις — κομήεις, εσσα, εν (Α) πολύφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, κολλ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»