-
1 κομμωτικός
κομμωτικός, zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. τέχνη, die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν κάλλος τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυϑισμένως ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
-
2 κομμωτικος
-
3 κομμωτικός
κομμωτικόςof: masc nom sg -
4 κομμωτικός
κομμωτικός, zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. τέχνη, die Kunst sich zu putzen; immer mit tadelnder Nebenbedeutung -
5 κομμωτικός
η, ό[ν] 1. парикмахерский;2. (η) парикмахерское искусство -
6 κομμωτικός
A of or for embellishment,ἄσκησις Luc.Am.9
;ποικιλία Them.Or.24.303c
;τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434
, cf. UP1.9: ἡ -κή (sc. τέχνη ) the art of embellishment, Pl.Grg. 463b, Phld.Rh.2.183 S.: metaph., of style,κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.Id.1.12
, cf. 9, Them.Or.24.303c. Adv. -κῶς, ἔχειν Sch.Ar.Pl. 1064.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμωτικός
-
7 κομμωτικά
κομμωτικόςof: neut nom /voc /acc plκομμωτικά̱, κομμωτικόςof: fem nom /voc /acc dualκομμωτικά̱, κομμωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 κομμωτικόν
κομμωτικόςof: masc acc sgκομμωτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
9 κομμωτική
κομμωτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 κομμωτικήν
κομμωτικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 κομμωτικών
-
12 κομμωτικῶν
-
13 κομμωτική
-
14 κομμωτικῇ
-
15 κομμωτικής
-
16 κομμωτικῆς
-
17 κομμωτικαίς
-
18 κομμωτικαῖς
-
19 κομμωτικοίς
-
20 κομμωτικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κομμωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικός — ή, ό (AM κομμωτικός ή, όν) [κομμώ (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμης νεοελλ. το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική η τέχνη τού κομμωτή μσν. αρχ. (για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις… … Dictionary of Greek
κομμωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κόμμωση. 2. το θηλ., κομμωτική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του κομμωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομμωτικά — κομμωτικός of neut nom/voc/acc pl κομμωτικά̱ , κομμωτικός of fem nom/voc/acc dual κομμωτικά̱ , κομμωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικῶν — κομμωτικός of fem gen pl κομμωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικόν — κομμωτικός of masc acc sg κομμωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικαῖς — κομμωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικοῖς — κομμωτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικοῦ — κομμωτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικῆς — κομμωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικῇ — κομμωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)