-
1 κολακεια
ἥ лесть, заискивание, угодничество(πλουσίων Arst.; ἐν λόγῳ NT.)
κολακείαν ποιεῖσθαι Aeschin. — заискивать, льстить -
2 κολακεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολακεία
-
3 κολακεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολακεία
-
4 κολακεία
η, κολάκε(υ)μα τό лесть; заискивание; угодничество; подхалимство -
5 κολακεία
лесть, заискивание, угодничество, ласкательство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κολακεία
-
6 κολακεία
[колакиа] ουσ θ лесть. -
7 αθρυπτος
-
8 δημαγωγια
ἥ досл. руководство народом, управление страной, преимущ. в неодобр. знач. заискивание у народа, демагогия(δ. οὐ πρὸς χρηστοῦ ἐστιν ἀνδρός Arph.; δ. ὅταν τὸν ὄχλον δημαγωγῶσιν οἱ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ ὄντες Arst.; κολακεία ὄχλου καὴ δ. Plut.)
-
9 δημηγορια
ἥ1) публичное выступление, речь перед народом Xen., Aeschin., Plat., Arst.2) льстивая или демагогическая речь(κολακεία καὴ δ. Plat.)
-
10 2850
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2850
См. также в других словарях:
κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)