-
1 κολάση
κολάσηι, κόλασιςchecking the growth: fem dat sg (epic)κολάζωcheck: aor subj mid 2nd sgκολάζωcheck: aor subj act 3rd sgκολάζωcheck: fut ind mid 2nd sg -
2 κολάσῃ
κολάσηι, κόλασιςchecking the growth: fem dat sg (epic)κολάζωcheck: aor subj mid 2nd sgκολάζωcheck: aor subj act 3rd sgκολάζωcheck: fut ind mid 2nd sg -
3 κόλαση
κόλαση η1) ад – место мучения грешных душ, см. άδης ;2) кара, мучение, адские мукиЭтим.< дргр. κόλασις < κολάζω, первоначальное значение «обрезывать (лишние ветки), подрезывать, вводить в рамки». В своем развитии слово довольно быстро приобрело значение «исправлять, дисциплинировать». Значение «наказывать, карать» также древнее, и в этом смысле слово дважды употребляется в Новом Завете:οι δε προσαπειλησάμενοι απέλυσαν αυτούς, μηδέν ευρίσκοντες το πως κολάσωνται αυτούς. (Πραξ. 4, 21) — они же, пригрозив, отпустили их, не находя возможности наказать их (Деян. 4, 21)
-
4 κόλαση
[-ις (-εως)] η1) ад; 2) кара (тж. на том свете); мучение, адские муки -
5 κόλαση
[коласи] ουσ θ ад. -
6 κόλαση
enfer -
7 κόλαση
piekło (n) rzecz. -
8 κόλαση
peklo -
9 κόλαση
1) damnation2) HellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόλαση
-
10 κολαζω
(2 л. sing. fut. κολᾷ = κολάσῃ) тж. med.1) досл. (о растениях) обрезывать (лишние ветви), подрезывать, подчищать, перен. вводить в рамки, сдерживать, умерять, обуздывать(τὰς ἐπιθυμίας, τὸ πλεονάζον, τὸ πάθος Plut.)
τὸ εὐπειθὲς καὴ κεκολασμένον Arst. — послушание и дисциплинированность;δίαιτα κεκολασμένη Luc. — строгий образ жизни2) наказывать, карать(τινὰ λόγοις Soph.; τοὺς κακοὺς θανάτῳ Eur.; πληγαῖς Plat.)
τὰ σεμνὰ ἔπη κ. τινά Soph. — карать кого-л. суровыми словами;ἐν ταῖς ἀδικίαις κολάζεσθαι Thuc. — быть караемым за проступки -
11 άδης
άδης οад, см. κόλαση:ΦΡ.εις Άδου κάθοδος — сошествие во ад – икона, изображающая сошествие во ад воскресшего Христа Спасителя, попирающего смерть и дающего спасение умершим праведникам (в иконографии)Этим.Неизвестна этимология слова. Термин отождествлялся с давних времен с евр. seol, означающим «могилу человечества»
См. также в других словарях:
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
κόλαση — η 1. τιμωρία. 2. η τιμωρία των κακών και αμαρτωλών στον άλλο κόσμο, ο κάτω κόσμος, Άδης: Οι αμαρτωλοί, όταν πεθαίνουν, θα βρίσκονται σε αιώνια κόλαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολάσῃ — κολάσηι , κόλασις checking the growth fem dat sg (epic) κολάζω check aor subj mid 2nd sg κολάζω check aor subj act 3rd sg κολάζω check fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek
Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… … Dictionary of Greek
δάντειος — ο (και δαντικός, ή, ό) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ποιητή Δάντη 2. όποιος έχει συντεθεί με την τεχνοτροπία τού Δάντη («δάντειος στίχος») 3. φρ. «δαντική κόλαση», «δαντική φρίκη» για σκηνές ή περιστάσεις που θυμίζουν σκηνές από την… … Dictionary of Greek
συνταρταρώ — όω, Α ρίχνω κάποιον στον Άδη μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταρταρῶ «ρίχνω στην κόλαση» (< τάρταρος «άβυσσος, κόλαση»)] … Dictionary of Greek
Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… … Dictionary of Greek
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek
Nikos Nikolaidis — (Greek: Νίκος Νικολαΐδης) (October 25, 1939 – September 5, 2007) was a Greek film director and a writer. Nikolaidis was born in 1939 in Athens, where he lived and worked all his life. He was also script writer and producer of movies which he… … Wikipedia
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia