-
1 κολόκῡμα
κολό-κῡμα, τό, eine große, sich still u. langsam an das Ufer heranwälzende Woge, wie sie bes. dem Sturm vorangehen u. sein Nahen verkündigen; übertr., von Kleons leeren Drohworten -
2 σκώληξ
σκώληξ, ηκος, ὁ, 1) der Wurm; ὥςτε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταϑείς, Il. 13, 654; vgl. Ar. Vesp. 1111; bes. der Spulwurm u. der Regenwurm, lumbricus; bei Phot. 26 a 37 der Seidenwurm. – Komisch der Faden, der vom Rocken gesponnen, gedreht wird, Epigen. bei Poll. 7, 29. – 2) nach Phryn. in B. A. 62 ἡ κωφὴ τῶν κυμάτων ἐπανάστασις τῆς ϑαλάσσης, von der wurmähnlichen Bewegung der Wellen; ib. 114 τὸ παυόμενον ϑαλάσσιον κῠμα καὶ ἀρχόμενον, aus Plat. com.; äol. = κολόκυμα. – 3) ein Haufen ausgedroschenes Getreides, ἄντλος. – 4) bei Alciphr. frg. 10 eine Art Kuchen von wurmförmiger Gestalt, zw.
См. также в других словарях:
κολόκυμα — το (Α κολόκυμα) η φουσκοθαλασσιά που προηγείται τής τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον… … Dictionary of Greek
κολόκυμα — κολόκῡμα , κολόκυμα large heavy wave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek