-
1 Κολωνός
Κολωνόςhill: masc nom sg -
2 κολωνός
κολωνόςhill: masc nom sg -
3 κολωνός
κολωνός, ὁ,A = κολώνη, hill, h.Cer.272, 298, Hes.Fr.122.1, Hdt.4.181, 7.225, etc.; κ. λίθων heap of stones, Id.4.92, X.An.4.7.25; hilltop, peak, A.R.1.1120.II Colonus, deme of Attica, sacred to the hero Colonus ( ἱππότης K. S.OC59); Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, title of play by Sophocles:—hence [full] Κολωνεύς, έως, ὁ, one of the deme Colonos, IG2.944.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολωνός
-
4 Κολωνοί
Κολωνόςhill: masc nom /voc pl -
5 Κολωνούς
Κολωνόςhill: masc acc pl -
6 Κολωνόν
Κολωνόςhill: masc acc sg -
7 κολωνοί
κολωνόςhill: masc nom /voc pl -
8 κολωνούς
κολωνόςhill: masc acc pl -
9 κολωνόν
κολωνόςhill: masc acc sg -
10 κολώνη
Grammatical information: f.,Meaning: `hill, hight, stone-, tomb-hill etc.' (Il., Pi., S.), also as GN (town in Troas, Att. demos);Compounds: as 2. member in Καλλι-κολώνη hill near Troy (Il.; Schwyzer 453 n. 5), ὑψι-κόλωνος `carrying high' (Opp.).Derivatives: κολωνία (in wrong place; so for - ώνα? [Schmidt]) τάφος. Ήλεῖοι H. (Scheller Oxytonierung 56); from the demos-name Κολωνέται pl. (Hyperid.; Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 1).Etymology: κολών-η and κολων-ός presuppose an old n-stem, which is also seen in Lit. káln-as `mountain', Lat. collis `hill' \< * coln-is, OE hyll, NEngl. hill \< PGm. * huln-i-. The n-stem * kolH-(e)n-, *kl̥H-n- is an agent noun "the highranging" of a primary verb `rise up', which with (orig. only present forming?) -d- is seen in Lat. - cellō \< *- cel-d-ō. On suffixal - ώνη, - ωνός s. Chantraine Formation 207f. - The analysis of Brugmann (Grundr.2 2: 1, 280), Specht ( Ursprung 137f.) ( κολώνη, - ός \< IE. * kolō[u]- no- an u-stem alternating with the n-stem in Lith. káln-as (in lat. colu-men), is not to be preferred. - Pok. 544, W.-Hofmann s. collis a. celsus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kálnas.Page in Frisk: 1,906-907Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολώνη
-
11 Κολωνοίς
-
12 Κολωνοῖς
-
13 Κολωνοίσι
-
14 Κολωνοῖσι
-
15 Κολωνού
-
16 Κολωνοῦ
-
17 Κολωνώ
-
18 Κολωνῷ
-
19 Κολωνώι
-
20 Κολωνῶι
См. также в других словарях:
Κολωνός — hill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνός — hill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνός — Ονομασία με την οποία αναφέρονται τρεις αρχαίοι δήμοι της Αττικής. Αγοραίος Κ. Πήρε την ονομασία του από τον λόφο που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αγοράς των Αθηνών, εκεί όπου είναι χτισμένο το Θησείο (ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς) και… … Dictionary of Greek
Κολωνός — ο όνομα τριών αρχαίων δήμων της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγοραίος Κολωνός — Ονομασία του λόφου της αρχαίας Αγοράς που βρισκόταν κοντά στο Ευρυσάκειο και τον ναό του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ο λόφος αυτός (υψόμ. 68,6 μ.), εξαιτίας της κεντρικής του θέσης (αποτελεί προεξοχή του λόφου της Πνύκας), ήταν τόπος όπου… … Dictionary of Greek
Κολωνοῖς — Κολωνός hill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνοῖς — κολωνός hill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνοῖσι — Κολωνός hill masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνοῖσι — κολωνός hill masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνοί — Κολωνός hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνοί — κολωνός hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)