Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κολυτέα

См. также в других словарях:

  • κολυτέα — κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc/acc dual κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυτέα — κολυτέα, ἡ (Α) βλ. κολουτέα …   Dictionary of Greek

  • κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»