-
1 κολποειδής
κολποειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολποειδής
-
2 κολποειδής
κολπο-ειδής, ές, busenartig -
3 κολποειδές
κολποειδήςlike a bay: masc /fem voc sgκολποειδήςlike a bay: neut nom /voc /acc sg -
4 κολποειδεί
κολποειδήςlike a bay: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κολποειδήςlike a bay: masc /fem /neut dat sg -
5 κολποειδεῖ
κολποειδήςlike a bay: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κολποειδήςlike a bay: masc /fem /neut dat sg -
6 κολπ-ώδης
-
7 κολποειδώς
-
8 κολποειδῶς
-
9 κολπώδης
κολπ-ώδης, ες, = κολποειδής; auch übertr. vom Stil: weitschweifig
См. также в других словарях:
κολποειδής — ές (AM κολποειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θαλάσσιο κόλπο. επίρρ... κολποειδώς (AM κολποειδῶς) όπως ο θαλάσσιος κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κολποειδεῖ — κολποειδής like a bay masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολποειδής like a bay masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολποειδές — κολποειδής like a bay masc/fem voc sg κολποειδής like a bay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολποειδῶς — κολποειδής like a bay adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
κόλπωμα — το (AM κόλπωμα) [κολπώ] νεοελλ. 1. κόλπος, εσοχή 2. καμπυλότητα, φούσκωμα 3. αναδίπλωση, πτύχωση 4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός τού σώματος («κόλπωμα κωναρίου») αρχ. 1. κοίλωμα («κόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek