Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κολποειδής

См. также в других словарях:

  • κολποειδής — ές (AM κολποειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θαλάσσιο κόλπο. επίρρ... κολποειδώς (AM κολποειδῶς) όπως ο θαλάσσιος κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

  • κολποειδεῖ — κολποειδής like a bay masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολποειδής like a bay masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολποειδές — κολποειδής like a bay masc/fem voc sg κολποειδής like a bay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολποειδῶς — κολποειδής like a bay adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • κόλπωμα — το (AM κόλπωμα) [κολπώ] νεοελλ. 1. κόλπος, εσοχή 2. καμπυλότητα, φούσκωμα 3. αναδίπλωση, πτύχωση 4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός τού σώματος («κόλπωμα κωναρίου») αρχ. 1. κοίλωμα («κόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»