Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κολοσσιαῖος

См. также в других словарях:

  • κολοσσιαίος — και κολοσσαίος, α, ο (Α κολοσσιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῑον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.) νεοελλ. πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα αῖος / ιαῖος (πρβλ. πηγ …   Dictionary of Greek

  • κολοσσιαίος, -α — ο που έχει το μέγεθος κολοσσού, τεράστιος, γιγαντιαίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοσσιαίων — κολοσσιαῖος colossal fem gen pl κολοσσιαῖος colossal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσσιαίου — κολοσσιαῖος colossal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσσιαίῳ — κολοσσιαῖος colossal masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ονάτας — (α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Αιγινίτης χαλκοπλάστης. Ήταν γιος του Μίκωνα. Υπογραφή του βρέθηκε σε μια βάση από την περσική επίχωση της Ακρόπολης. Έργα του θεωρούνται: ένα χάλκινο άρμα που κατασκεύασε στην Ολυμπία για μια νίκη του Ιέρωνα των… …   Dictionary of Greek

  • κολοσσιαία — κολοσσιαίᾱ , κολοσσιαῖος colossal fem nom/voc/acc dual κολοσσιαίᾱ , κολοσσιαῖος colossal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»