-
1 κολοκύνθη
κολοκύνθη, att. κολοκύντη, Sp. κολόκυνϑα, Luc. v. h. 2, 37, auch κολόκυντα, Artemid. 1, 67, vgl. Luc. iud. voc. 10; – der runde Kürbiß, cucurbita; Ar. Nubb. 326; Ath. II c. 53 p. 58 ff., wo auch das Sprichwort κολοκύντης ὑγιέστερος, aus Epicharm.; Zenob. 4, 18 ἢ κρίνον ἢ κολοκύντην, mit einem Citat aus Diphil.; κρίνον soll die Blüthe des Kürbiß sein, und es wird bemerkt ὅτι τὸ κρίνον οἱ ἀρχαῖοι ἐπὶ τοῦ τεϑνηκότος, τὴν δὲ κολ. ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς ἔταττον; Arist. H. A. 5, 17 u. öfter; Theophr.; vgl. Lob. Phryn. p. 437.
-
2 κολοκύνθη
-
3 κολόκυνθος
κολόκυνθος u. κολόκυντος, ὁ, = κολοκύνϑη, vgl. Lob. zu Phryn. 437.
-
4 κολοκύντη
-
5 ἀγριο-κάρδαμον
ἀγριο-κάρδαμον, τό, wilde Kresse, Sp. Ebenso ἀγριοκοκκύμηλον, -κολοκύνθη, -κρόμμυον, -κύμῑνον, -λάχανα, -μαλάχη, -μηλον, -μυρίκη, -πήγανον, -ορείγανος, -σέλινον, -σταφύλη u. σταφυλίς, -σῡκον, -φαγρος, -χοιρος-
-
6 ἀγριοκάρδαμον
См. также в других словарях:
κολοκύνθη — round gourd fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνθῃ — κολοκύνθη round gourd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνθη — η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη) το φυτό κολοκυθιά μσν. αρχ. ο καρπός τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα νθος, που ανήκει στο προελληνικό … Dictionary of Greek
κολοκύνθαι — κολοκύνθη round gourd fem nom/voc pl κολοκύνθᾱͅ , κολοκύνθη round gourd fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνται — κολοκύνθη round gourd fem nom/voc pl κολοκύντᾱͅ , κολοκύνθη round gourd fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκυνθῶν — κολοκύνθη round gourd fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκυντῶν — κολοκύνθη round gourd fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνθαις — κολοκύνθη round gourd fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνθην — κολοκύνθη round gourd fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνθης — κολοκύνθη round gourd fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοκύνταις — κολοκύνθη round gourd fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)